- ἐνιαχῆ
- ἐνιαχῆin some placesindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενιαχή — ἐνιαχῇ (Α) επίρρ. 1. τοπ. σε μερικά μέρη 2. χρον. ενίοτε, καμιά φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα επιρρήματα ενιαχή, ενιαχού, παράγωγα τού ένιοι, εμφανίζουν αντιστοίχως το ίδιο επίθημα με τα πολλαχή*, πολλαχού*] … Dictionary of Greek
ἐνιαχῇ — ἐν ἀχέω 2 pres subj act 3rd sg ἐνιᾱχῇ , ἐν ἠχέω sound pres subj mp 2nd sg (doric) ἐνιᾱχῇ , ἐν ἠχέω sound pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἐνιᾱχῇ , ἐν ἠχέω sound pres subj act 3rd sg (doric) ἐν ἰαχέω cry pres subj mp 2nd sg ἐν ἰαχέω cry pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)